- συνταξιαρχία
- συνταξιαρχίᾱ , συνταξιαρχίαbattalionfem nom/voc/acc dualσυνταξιαρχίᾱ , συνταξιαρχίαbattalionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνταξιαρχία — ἡ, Α παρατεταγμένη στρατιωτική μονάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταξιαρχία «τάξη, στρατιωτική μονάδα»] … Dictionary of Greek
συνταξιαρχίας — συνταξιαρχίᾱς , συνταξιαρχία battalion fem acc pl συνταξιαρχίᾱς , συνταξιαρχία battalion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταξιαρχίαν — συνταξιαρχίᾱν , συνταξιαρχία battalion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)